κλεψιτυπία — η η λαθραία ανατύπωση ξένου έργου χωρίς την άδεια του συγγραφέα ή του εκδότη: Η κλεψιτυπία διώκεται … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κλέβω — και κλέφτω και κλέπτω (AM κλέπτω, Μ και κλέπτω και κλέβ[γ]ω και κλέφτω) 1. παίρνω κάτι που δεν μού ανήκει, αφαιρώ από κάποιον κάτι κρυφά ή με απάτη, σφετερίζομαι, καταχρώμαι, ιδιοποιούμαι, υπεξαιρώ (α. «τής έκλεψαν τα λεφτά από την τσάντα» β.… … Dictionary of Greek
κλεψίτυπος — η, ο (για βιβλία, συγγράμματα) αυτός που προέρχεται από κλεψιτυπία. [ΕΤΥΜΟΛ. < κλεψι (< κλέπτω) + τυπος (< τύπος), πρβλ. κακ έκ τυπος, χαλκό τυπος. Σύνθ. τού τύπου τερψί μβροτος. Η λ. μαρτυρείται από το 1870] … Dictionary of Greek
τυποκλοπία — η, Ν λαθραία εκτύπωση ή ανατύπωση ξένου συγγράμματος ή τμήματός του για αθέμιτη κερδοσκοπία ή άλλους σκοπούς, κλεψιτυπία. [ΕΤΥΜΟΛ. < τύπος + κλοπία (< κλόπος < κλοπός < κλέπτω), πρβλ. λογο κλοπία. Η λ. μαρτυρείται από το 1782 στον Αδ … Dictionary of Greek
κλεψίτυπος — η, ο αυτός που προέρχεται από κλεψιτυπία: Το βιβλίο αυτό είναι κλεψίτυπο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)